- τραγηματώδης
- τραγ-ημᾰτώδης, ες,A like
τραγήματα, ἐδέσματα Eust.1141.15
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραγήματα, ἐδέσματα Eust.1141.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραγηματώδης — ῶδες, Μ [τράγημα, τραγήματος] όμοιος με τράγημα … Dictionary of Greek
τραγηματώδη — τραγηματώδης like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τραγηματώδης like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τραγηματώδης like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)